- ησυχίδας
- ἡσυχίδας, ό (Α) [ήσυχος]αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, ήσυχος (ἡσυχίδας δόμος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek